ραχβάνι

ραχβάνι
το, Ν
βλ. ραβάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραβάνι — και ρεβάνι και ραχβάνι, το, Ν άκλ. γρήγορος βηματισμός αλόγων κατά τον οποίο το υποζύγιο σηκώνει ταυτόχρονα με το μπροστινό και το αντίστοιχο πισινό πόδι του την ίδια ακριβώς στιγμή που ακουμπά στη γη τα άλλα δύο πόδια του, αλλ. πλαγιοτροχασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”